Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα

Κάθε αναπάντεχο γεγονός που σέβεται τον εαυτό του, πρέπει τζιαι προκαλεί την απαιτούμενη αναστάτωση. Ο πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος διαπιστώνει τζιαι αποδέχεται. Ο φαινομενικά ελεύθερος διαπιστώνει τζιαι απλά αν τα καταφέρει ανέχεται.
Κατανοώ, παραδέχουμαι τζιαι αναλαμβάνω την ευθύνη. Μπορώ να έχω την ελευθερία μου τωρά;!

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2009

Κάπου πιο πίσω

Η κίνηση στο δρόμο μπροστά της ήταν ιδιαίτερα ζωηρή αλλά δεν πρόσεχε τίποτε που τούτα ούλλα. Ήταν σαν να εβρίσκετουν σε κάποιου είδους ύπνωση. Ο άνθρωπος εν προιτζισμένος με μια προσωπική μηχανή που παίρνει το χρόνο πίσω, νοητικά έστω. Η μνήμη, εν η ευχή τζιαι η κατάρα που θα κουβαλά πάντα ή για όσο διάστημα την έσιει κάποιος. Η μόνη δυσκολία της εν το ότι τίθεται σε λειτουργία μερικές φορές αυτόβουλα τζιαι άτε να καταφέρεις να τη χαλιναγωγήσεις. Έτσι εξεκίνησε να δουλεύκει τζιαι η δική της που τη στιγμή που τον είδε να περπατά στο πεζοδρόμιο δίπλα της. «Μα…εν ο…οϊ ρε…ναι εν τζείνος, εν ο Κώστας!».
Στο άκουσμα της ίδιας της φωνής της που επιβεβαίωνε απλά την εικόνα που αντίκριζαν τα μάθκια της έγινε ξανά 6 χρονών, μαθήτρια του δημοτικού, τζείνου που απείχε λία μέτρα που το σημείο που οδηγούσε τωρά. Εφορούσε την ασπρόμαυρη ποθκιά της τζιαι εκουβαλούσεν στη πλάτη της τη βαλίτσα με τα βιβλία. Ήταν η ώρα που σχολάνε τζιαι ήταν ο τζαιρός που ακόμα η μανάδες αφήναν τα κοπελούθκια τους να περπατούν μέσα στις γειτονιές έτσι επέστρεφε τζιαι τζείνη περπατητή σπίτι της παρέα με “την καλύτερη της φίλη”.
Τούτη η ώρα ήταν η αγαπημένη τους αλλά πάντα είχαν κάτι στην έννοια τους…να μην συναντήσουν τον Κώστα στο δρόμο. Ίσως ήταν ότι εφοούνταν περισσότερο, όπως τον μπαμπούλα των παιδικών τους παραμυθκιών. Δεν τις επείραξε ποτέ, ούτε τζιαι τους είπε κάτι. Όμως ήταν ο φόβος τζιαι ο τρόμος τους γιατί ήταν διαφορετικός…ήταν όπως ούλλοι οι συμμαθητές τους τον ονομάζαν, “καθυστερημένος”. Ήταν πιο μεγάλος αλλά ποτέ της δεν κατάφερε να προσδιορίσει την ηλικία του, δεν επήαινε στο δικό τους σχολείο αλλά έκαμνε τις βόλτες του στη γειτονία. Με το που τον έβλεπαν που μακριά ανοίαν το βήμα τους τζιαι εχάνουνταν.
Ένα μεσημέρι δεν εκαταλάβαν πως επερπατούσε σχεδόν πίσω τους τζιαι όταν τους απηύθυνε το λόγο ήταν αργά να βουρήσει να φύει. Ο φόβος επαρέλυσε τα άκρα της αλλά τζιαι τη φωνή της. Αναζήτησε τη φίλη της με τα μάθκια της τζιαι την είδε να χώνεται στον παράλληλο δρόμο παραδίπλα. Έμεινε να τον θωρεί σαν να περίμενε να δει την κατάληξη της. Τότε εξεκίνησε να της μιλά… «Μην με φοάσαι τζιαι εν θα σου κάμω κακό. Κανενού εν κάμνω κακό. Εν τούτο που θέλω να πεις τζιαι στους άλλους τζιαμέ στο σχολείο σου. Είμαι ο Κώστας, ξέρεις με»;
Δεν του απάντησε αλλά έσουσε τη κκελλέ της καταφατικά. Επαρατηρούσεν τον καθ’ όλη τη διάρκεια τζιαι πρώτη φορά εθωρούσε πως έμοιαζε στα αλήθκεια… «τελικά είσιε δίκαιο η μάμα μου», εσκέφτηκε. Μια νύχτα όταν εξύπνησε που έναν εφιάλτη τζιαι την εφώναξε για να την παρηγορήσει, μέσα στα πολλά είπε της τζιαι για τον Κώστα. Τζείνη εξήγησε της πως δεν έσιει κανένα λόγο να τον φοάται, δεν ήταν κακός, ούτε είσιεν κάτι τρομακτικό η όψη του, ήταν πάντα καθαρός τζιαι περιποιημένος γιατί τζιαι η δική του η μάμα τον φροντίζει έτσι όπως κάμνει η ίδια για τζείνην, είσιεν σαν όλους τους άλλους απλά την ανάγκη να επικοινωνήσει τζιαι να κάμει φίλους, τι τζιαι αν ήταν διαφορετικός, ούλλοι είμαστε ιδιαίτεροι κατά κάποιο τρόπο.
Τις σκέψεις της εδιέκοψεν τες ξανά η φωνή του... «άτε πήαινε στη φίλη σου τωρά τζιαι μεν ξεχάσεις να της το πεις τζιαι τζείνης τζιαι ούλλους τους άλλους». Έγνεψε του με το σιέρι της, γειά τζιαι εξεκίνησε να περπατά.
Έπιασε τον εαυτό της να νιώθει χαρά με τούτες τις θύμησες, «μα τι παλαβά κοπελούθκια που ήμασταν» εσκέφτηκε. Έβαλε μια τελεία τζιαι επανήλθε στο σήμερα της. Άνοιξε τη πόρτα του γραφείου της. Εκοίταξε γύρο της τους συναδέλφους της… «Αχ…σήμερα που καταλάβω, κάτι παραπάνω, τούτους τους “τετρακοσαριές” φοούμαι τους παραπάνω απ’ ότι τον Κώστα τότε».
“Είπες μου κάτι”; ακούει που δίπλα της. “Ναι, εν πολλά ωραία η μέρα έξω σήμερα”!